Η τριλογία του φασισμού

Ο Carlo Lucarelli γράφει ένα ιστορικό πολιτικό noir για την περίοδο του φασισμού. Για την εποχή μάλιστα της πτώσης του, του επιθανάτιου ρόγχου του, της δημοκρατίας του Σαλό και των πρώτων ημερών και χρόνων της Απελευθέρωσης. Από την αρχή, πριν τον τίτλο, από τη χρονική και μόνο τοποθέτηση των τριών αυτοτελών ιστοριών της τριλογίας, ο φασισμός είναι παρακμιακός και άρρωστος.

Το ιστορικό πολιτικό noir και μάλιστα για ταραγμένες περιόδους είναι ένα ιδιαίτερο ρεύμα στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Η τριλογία του φασισμού του Carlo Lucarelli και η τριλογία του Βερολίνου του Philip Kerr είναι σημαντικά δείγματα αυτής της σχολής. Ο Attia γράφει για την Αλγερία και το Γαλλικό ’68. Οι Σκανδιναβοί αστυνομικοί συγγραφείς δεν διστάζουν να ανασύρουν συχνά πυκνά σκελετούς από τα ντουλάπια της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας τους υπό το περίβλημα του εγκλήματος. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα σκήπτρα κρατά ο Ellroy με την Αμερικάνικη τριλογία, ενώ και ο Pelecanos συχνά πυκνά ανατέμνει την γλυκιά και άγρια πολιτική δεκαετία του 60.

Και ενώ τα χρόνια του εξεγερσιακού neo-polar έχουν παρέλθει, ποτέ άλλοτε δεν δικαιώνεται η ρήση ότι το noir είναι κατεξοχήν λογοτεχνικό εργαλείο πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης. Δεν πρόκειται για “noir εποχής” κατά τις “ταινίες εποχής”. Πρόκειται για ιστορικό, άρα και πολιτικό σχόλιο.

Μια τέτοια παρέμβαση είναι το έργο του Lucarelli που επανακυκλοφόρησε από τον Κέδρο σε ενιαία έκδοση των τριών ξεχωριστών βιβλίων: “Εν Λευκώ”, Απρίλιος του 45, Δημοκρατία του Σαλό. “Ένα μουντό καλοκαίρι”, Μάιος του 45, κάπου ανάμεσα στην Μπολόνια και τη Ρώμη. “Το μπουρδέλο της οδού Όκε”, Απρίλιος του 48, Μπολόνια. Το έργο διαβάζεται στην ολότητά του, λόγω του μικρού του όγκου και της συνέχειας της ιστορίας του βασικού ήρωα, του επιθεωρητή Ντε Λούκα.

Ο Lucarelli επιλέγει για ήρωα μια καταρχήν αρνητική φιγούρα που στην πορεία πασχίζει απεγνωσμένα να ουδετεροποιηθεί, να αποσείσει τις ευθύνες του για τη σκοτεινή περίοδο του φασισμού, να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι απλά έκανε τη δουλειά του. Ο Lucarelli κινείται στα όρια μιας αναθεωρημένης ανάγνωσης της πιο ευαίσθητης περιόδου της Ιταλίας. Δεν υπάρχουν κακοί φασίστες και καλοί αντιστασιακοί, οι πρώην φασίστες ενίοτε αποδεικνύονται συμπαθείς και οι αντιστασιακοί αντιπαθείς. Στα μεθεόρτια του απελευθερωτικού αγώνα οι πρώτοι παλεύουν να επανενταχθούν στη νεοσύστατη δημοκρατία, οι δεύτεροι κινούνται με σκοπιμότητες για την κατάληψη της εξουσίας. Ανάγνωση που εκνευρίζει τον προοδευτικό αναγνώστη, μόνο που ο Lucarelli δεν παίρνει άμεσα πολιτική θέση. Διερευνά τα όρια της ουδετερότητας που μπορεί να έχει ένας κρατικός λειτουργός από το κράτος που υπηρετεί. Τα σύνορα που χωρίζουν την ανάληψη ευθύνης από την δικαιολογία της εκτέλεσης εντολών. Το άτομο που γίνεται πιόνι σε παιχνίδι εξουσίας των κυρίαρχων κύκλων.

Στο «Εν λευκώ» ο αστυνομικός επιθεωρητής Ντε Λούκα, είναι πρώην στέλεχος της Ταξιαρχίας Μούτι, της πιο θρυλικής ομάδας των φασιστικών Μαύρων Ταξιαρχιών που βασανίζουν, φυλακίζουν, και κυρίως δολοφονούν υπόπτους αντίστασης κατά του καθεστώτος Μουσολίνι. Τις τελευταίες μέρες του Σαλό (του βραχύβιου μουσολινικού κράτους στο Βορρά της Ιταλίας κι ενώ η επίσημη Ιταλία έχει συνθηκολογήσει), κι ενώ πλησιάζουμε προς το αναπόφευκτο τέλος, ο Ντε Λούκα μετατίθεται στην Ασφάλεια. Αναλαμβάνει την υπόθεση της δολοφονίας του νεαρού Βιτόριο, μέλους του Φασιστικού Κόμματος, με στενές σχέσεις με τους ισχυρούς παράγοντες του Κράτους.

Ο κύκλος των υπόπτων αφορά κόσμο της καλής φασιστικής κοινωνίας. Η κόρη του κόντε Τεντέσκο, ένας Ιταλός Ες-Ες, η κυρία Αλφιέρι, η χειρομάντισσα Βαλέρια.

Σύμπτωση; Τεντέσκο και Αλφιέρι ανήκουν σε δύο αντίπαλες φατρίες στο εσωτερικό του φασιστικού καθεστώτος.

Ο Ντε Λούκα κινείται με την πεποίθηση ότι η υπόθεση θα κλείσει στα γρήγορα και σιωπηλά, καθώς εμπλέκονται υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Λαθεύει. Με αφορμή τη δολοφονία του Βιτόριο θα ξετυλιχτεί ένα κουβάρι ενδοκυβερνητικών αντιπαραθέσεων, εκκαθαρίσεων και διώξεων στο φόντο της προέλασης των συμμαχικών στρατευμάτων και της κατάρρευσης της Φασιστικής Βόρειας Ιταλίας. Οι προϊστάμενοί του παραγγέλνουν πομπώδη και άμεση διαλεύκανση. Ο Ντε Λούκα καταλαβαίνει ότι είναι το πιόνι μιας κίνησης εσωφασιστικών ανακατατάξεων, αλλά αδιαφορεί. Μοναδική σημασία για αυτόν είναι να βρεθεί ο ένοχος.

Ταυτόχρονα ο Ντε Λούκα είναι επικηρυγμένος από την Αντίσταση. Το γεγονός αυτό δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Η Αντίσταση στήνει ενέδρες, κάνει βομβιστικές επιθέσεις, εκτελεί τους φασίστες. Ο επιθεωρητής μας είναι στο στόχαστρο αν και πιστεύει ακράδαντα πως έκανε απλώς τη δουλειά του.

Έχουμε μια πρωτοφανή απόπειρα αποστασιοποίησης του αστυνομικού από το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Φυσικά δεν μπορεί να αποδώσει. Δεν υπάρχει καμιά ουδετερότητα, ποτέ και πουθενά. Δεν υπάρχει κρατικό όργανο που να έκανε αντικειμενικά και ουδέτερα τη δουλειά του σε ένα φασιστικό κράτος.

Προσπαθεί να δικαιολογήσει την ένταξή του στην ταξιαρχία Μούτι:

“Όταν με κάλεσαν στο ειδικό τμήμα της Μούτι πήγα τρέχοντας. Γιατί εκεί γινόταν σωστή δουλειά, κατάλαβες; …Εκεί όλα δούλευαν ρολόι, είχες τους καλύτερους μυστικούς, τα καλύτερα αρχεία, πηγές πληροφοριών… Έτσι είναι η δουλειά του αστυνόμου, πάντα έτσι ήταν, κι εγώ πάντα αυτό έκανα. Ο αστυνόμος δεν κάνει πολιτικές επιλογές, το χρέος του είναι να κάνει σωστά τη δουλειά του”.

Ο Ντε Λούκα αποκαμωμένος από την αϋπνία, αντιλαμβάνεται το προφανές και συνθηκολογεί με τη μοίρα του. Είναι εν αναμονή της εκτέλεσής του. Παρά ταύτα το καθήκον τον καλεί να εξιχνιάσει την υπόθεση.

Το γοητευτικό μέντιουμ Βαλέρα τον ψυχολογεί καλά:

“Έχω καταλάβει τι τύπος είσαι”, είπε.

“Αλήθεια; Τι τύπος είμαι λοιπόν;”

“Απ’ αυτούς που κρύβονται.”

“Πού κρύβονται;”

“Απ’ αυτούς που σκέφτονται συνέχεια τη δουλειά τους, που τη βλέπουν ακόμα και στον ύπνο τους, που τρέχουν και δεν σταματάνε ποτέ.”

“Κι αυτό σημαίνει πως κρύβομαι;”

“Βέβαια. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση πολλοί λίγοι ξέρουν ποιοι είναι και τι κάνουν. Γι’ αυτό και εσύ είναι τόσο γαντζωμένος από το ρόλο σου και, όποτε μπορείς, το λες και το ξαναλές, είμαι αστυνομικός, είμαι αστυνομικός. Έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι τους Συμμάχους που πλησιάζουν ή τους πόντους που σου ‘χουν απομείνει στο δελτίο για το συσσίτιο. Το κάνω κι εγώ αυτό.”

Οι Ιταλοί λένε ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο Andrea Camilleri έχει γράψει ένα βιβλίο με ήρωα τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο για το σχήμα του νερού. Το νερό δεν έχει σχήμα. Παίρνει το σχήμα που θες.

Ο Ντε Λούκα του Lucarelli στην πορεία κατανοεί πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται στην επιφάνεια. Η δολοφονία του νεαρού φασίστα χρησίμευσε για σπασμωδικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στους ανθρώπους του καθεστώτος. Όμως η λύση του εγκλήματος οφείλεται σε πιο απλά, καθημερινά πάθη.

Το επίμετρο του Δημήτρη Γιατζουζάκη στο τέλος του πρώτου βιβλίου είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό για την άνοδο και την πτώση του ιταλικού φασισμού. Όπως και το σημείωμα “Ομίχλη και ίντριγκες πάνω από την Γκάρντα: Έτσι διαλύθηκε η συμμορία του Ντούτσε” του ίδιου του Lucarelli που εξηγεί γιατί και πώς επέλεξε το μυθιστόρημα noir ως ιδανική μορφή απεικόνισης της ατμόσφαιρας του Σαλό: “Η θολή ατμόσφαιρα της λίμνης λοιπόν αντιπροσωπεύει τέλεια μια σχιζοφρενική κοινωνία σαν αυτή του Σαλό, σε απόσταση αναπνοής από το χείλος του γκρεμού”.

Το δεύτερο βιβλίο, “Ένα μουντό καλοκαίρι” διαδραματίζεται τις εβδομάδες μετά την απελευθέρωση. Ο επιθεωρητής Ντε Λούκα είναι επικηρυγμένος από την Αντίσταση ως φασίστας της Δημοκρατίας του Σαλό. Έντρομος κινείται από την Μπολόνια στη Ρώμη. Μόνο που για κακή του τύχη πέφτει πάνω σε ένα παλιό μαθητή του, τον αρχιφύλακα Λεονάρντι της αντιστασιακής αστυνομίας. Ο αρχιφύλακας χωρίς να δείξει ότι τον αναγνώρισε τον φέρνει σε ένα αγρόκτημα όπου έγινε ένα άγριο έγκλημα: Τέσσερις άνθρωποι και ένας σκύλος. Στον Ντε Λούκα ξυπνά το ένστικτο του μπάτσου που θέλει να διαλευκάνει το έγκλημα. Ο Λεονάρντι τον έχει πλέον αποκαλύψει, αλλά κρύβει την ανακάλυψη αυτή από την τοπική κοινωνία, που ζητά αίμα για το αίμα που έχυσαν οι φασίστες. Χρησιμοποιεί στο εξής τις γνώσεις και τις ικανότητες του Ντε Λούκα για να εξιχνιάσει τη δολοφονία της οικογένειας Γκουέρα.

Ο βασανισμός ενός νεκρού υποδεικνύει ότι οι δολοφόνοι κάτι έψαχναν. Μια χρυσή καρφίτσα στο σπίτι των θυμάτων, δίνει κατεύθυνση στην έρευνα. Ένας ντόπιος εξαφανισμένος κόμης ήταν ο κάτοχός της. Και από ότι φαίνεται, η Αντίσταση εκτέλεσε τον αριστοκράτη κόμη, ενώ κάποια μέλη της έβαλαν το χέρι στο βάζο με το γλυκό. Δεν είναι τα πράγματα όπως φαίνονται. Η εκτέλεση του συνεργάτη των Γερμανών δεν είναι μόνο πράξη αντίστασης, αλλά και μέθοδος πλουτισμού. Και από την ομάδα των αντιστασιακών υπήρξαν οι ιδεαλιστές, οι στυγνοί ληστές και οι κυνικοί που προσέβλεπαν στην επόμενη μέρα: Της ανοικοδόμησης, των εργολάβων, των επιχειρηματικών σχεδίων.

Το τρίτο βιβλίο «Το μπουρδέλο της οδού Όκε» είναι μια αστυνομική ιστορία της μεταπολεμικής Μπολόνια. Τρία χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, Χριστιανοδημοκράτες και Κομμουνιστές παλεύουν για την εξουσία στις επικείμενες εκλογές. Σε αυτό το πλαίσιο ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, αφού έχει γλυτώσει την εκτέλεση από την Αντίσταση και την απόταξη από την Αστυνομία, αναλαμβάνει την υπόθεση της δολοφονίας ενός νεαρού φωτογράφου σε ένα μπουρδέλο της οδού Όκε. Ο νεαρός ήταν κομμουνιστής και βρέθηκε κρεμασμένος. Ο Ντε Λούκα καταλαβαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να βρεθεί αυτοβούλως κρεμασμένος πάνω από μια καρέκλα που όρθια δεν μπορεί να φτάσει στο ύψος των ποδιών του αυτόχειρα. Κάποιος άλλος πέρασε το σκοινί στο λαιμό. Στοιχειώδες.

Μόνο που η ηγεσία της Αστυνομίας θέλει να κλείσει άρον άρον την υπόθεση ως αυτοκτονία. Η Δεξιά που κυριαρχεί θέλει να συγκαλύψει. Η Αριστερά που μειοψηφεί –και στην ηγεσία του τμήματος- θέλει να αναδείξει. Γιατί μπλεγμένος βρίσκεται ένα γνωστό στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών. Όπως και στο «Εν Λευκώ» ο Ντε Λούκα κυνηγά τον ένοχο ξέροντας ότι παίζεται ένα πολιτικό παιχνίδι στην πλάτη του. Όπως πάντα απερίσπαστος, αδιάφορος για τις πολιτικές προεκτάσεις, ρίχνεται στην αναζήτηση της αλήθειας. Για μια ακόμα φορά θα προσκρούσει σε τοίχο.

Ο Lucarelli γράφει μια τριλογία για ένα πρώην χαλαρό φασίστα, παθιασμένο όμως και άξιο επιθεωρητή της Αστυνομίας. Σε όλο το έργο περιστρέφεται η προσπάθειά του να αναδείξει το τοίχος που χωρίζει τον αστυνόμο από τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις που τον περιβάλλουν. Κι όμως, η κάθε κατάληξη, στην κάθε τραγωδία που δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, στο κάθε έγκλημα που δεν τιμωρείται ο ένοχος, υπογραμμίζει το ανάποδο: Όσο καλά, άξια και αποτελεσματικά κι αν κάνει τη δουλειά του ο μπάτσος, το τελικό αποτέλεσμα καθορίζεται από τη μεγάλη, την ευρύτερη εικόνα. Την εξουσία, το καθεστώς, την πάλη για τον κρατικό μηχανισμό σε μια Ιταλία υπό μετάβαση.

Στην επιφανειακή ανάγνωση της τριλογίας ο Lucarelli θέλει να αθωώσει έναν φασίστα των Μαύρων Ταξιαρχιών και να δείξει ότι κάνει καλά τη δουλειά του. Στην προσεκτική ανάγνωσή της όμως, ο Lucarelli επιμένει ξανά και ξανά: Όσο καλά κι αν κάνει καθένας τη δουλειά του, αυτό που τελικά μένει είναι οι προθέσεις και τα σχέδια της Εξουσίας.

Συγκρινόμενη με την αδελφή “Τριλογία του Βερολίνου” του Philip Kerr η τριλογία του φασισμού υπολείπεται σε πλοκή και σε εγκληματική επινοητικότητα. Πρόκειται άλλωστε και για διαφορετικές περιόδους. Στο Σαλό ο φασισμός είναι υπό κατάρρευση, η κατάσταση είναι αλαλούμ, η σύγχυση κυριαρχεί. Στην Τριλογία του Βερολίνου, στα δύο πρώτα βιβλία, ο ναζισμός είναι κυρίαρχος, κραταιός, φόβος και τρόμος. Παρόλα αυτά ο Lucarelli κάνει έμμεσο οξύ και κριτικό σχόλιο για το κράτος και την εξουσία. Δεν εξωραϊζει τον ήρωά του. Δεν προτιμά εύκολες λύσεις στο δράμα του.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε. Ειδικά αν προτιμάτε την αναβίωση ιστορικών περιόδων σε noir καμβά.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *