Το “Νεκροτομείο πλήρες” είναι το 5ο στη σειρά από τα 11 συνολικά νουάρ μυθιστορήματα του Ζαν Πατρικ Μανσέτ και το πρώτο που μας συστήνει ως ήρωα τον Εζέν Ταρπόν. Ο Ταρπόν είναι πρώην αστυνομικός, νυν αλκοολικός, αποτυχημένος ντετέκτιβ, έτοιμος να γυρίσει στην επαρχία και να αφήσει το Παρίσι. Ο λόγος που είναι πρώην αστυνομικός και νυν αλκοολικός είναι ότι είχε σκοτώσει εν υπηρεσία έναν διαδηλωτή αγρότη στο Σαιν Μπριε. Κατευθείαν ο Μανσέτ, μόνο που μας εμφανίζει τον ήρωα, τοποθετείται στο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Γαλλίας των αρχών του 70. Ο σημερινός Ταρπόν μας προκαλεί καταρχήν τον οίκτο και στην πορεία τη συμπάθεια καθώς εμφανίζει έναν προσωπικό κώδικα ηθικής, κώδικα που του στέρησε ο ρόλος του οργάνου καταστολής λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο Ταρπόν εμφανίζεται ξανά στο επόμενο μυθιστόρημα του Μανσέτ “Τι λούκι”, που εκδίδεται τρία χρόνια αργότερα, το 1976.
Στο “Νεκροτομείο πλήρες” συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο τίτλος του. Πτώματα διαδέχονται το ένα το άλλο με μια κινηματογραφική ταχύτητα. Η ιστορία ξεκινά από τη δολοφονία μιας νεαρής φιλόδοξης στάρλετ. Φίλη της προσφεύγει στον ντετέκτιβ Ταρπόν με την παράκληση να τη βοηθήσει να αποδείξει την αθωότητά της, καθώς πλήθος στοιχείων την υποδηλώνουν ως δολοφόνο. Στην πορεία, ο Ταρπόν αναζητά τη βοήθεια ενός παλαίμαχου Εβραίου δημοσιογράφου που παρακολουθεί τις αστυνομικές υποθέσεις για να βγαίνει από την πλήξη του. Ο αδελφός της νεκρής, πλούσιος και ακροδεξιός, κήρυκας της “αγνότητας” της αδελφής του προσφέρεται να χρηματοδοτήσει την αναζήτηση του δολοφόνου. Ταυτόχρονα, άνθρωποι της νύχτας, της βιομηχανίας πορνό, της επιχειρηματικής τάξης, μπλέκονται με γκροτέσκο αντάρτικα πόλης, “μαοϊκούς υποπρολετάριους” και αγωνιστές για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Με ένα γρήγορο αλλά όχι επιπόλαιο τρόπο, ο Μανσέτ πετά στο χαρτί όλα τα στοιχεία που χωμάτισαν τον καμβά των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών κατά τη θερμή δεκαετία του 70.
Ο Μανσέτ είναι ο δημιουργός ενός απαράμιλλου στυλ, εκρηκτικού και ταυτόχρονα σαγηνευτικού, τόσο που κανείς από τους σύγχρονους και επιγόνους δεν μπόρεσε να μην επηρεαστεί ή να μην τον αντιγράψει. Κοφτό, λακωνικό, δουλεμένο όμως ξανά και ξανά, το ύφος της αφήγησης του Μανσέτ είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Εσενόζ στο επίμετρο: “κανείς δεν κατάφερε όπως εκείνος να επιτύχει αυτή την τελειοποίηση ενός ύφους ταυτόχρονα πολύ ξερού και πολύ επεξεργασμένου”.
Ταυτόχρονα, ο Μανσέτ είναι ο πυρπολητής της ιδέας του “καθαρού αστυνομικού”. Προβοκατόρικα και εντελώς συνειδητά καταργεί τις διαχωριστικές ανάμεσα στο καλό και στο κακό, που καθορίζει μέχρι τότε το αστυνομικό μυθιστόρημα. Ακόμα και η ιδέα ενός ήρωα ντετέκτιβ, πρώην αστυνομικού, φονιά διαδηλωτή, μπερδεύει τις διαχωριστικές και τις καθαρές όχθες των “στρατοπέδων” που έχουμε στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Η βία είναι παντού, βία δεν είναι τα πτώματα, τα πτώματα μπορεί να είναι (ή και να μην είναι) δείκτης της βίας, βία είναι η κοινωνία και ο τρόπος που αυτή οργανώνεται, όταν πλέον “συνέρχεται” από την έκρηξη του ’68. Η τρέλα και ο σουρεαλισμός των πτωμάτων που πολλαπλασιάζονται, οι “καλοί” και οι “κακοί” που εναλλάσονται στους ρόλους τους και θολώνουν τις ετικέτες που τους έχει δώσει μέχρι τότε ο αναγνώστης, η ευκολία με την οποία ο φιλήσυχος πολίτης εκρήγνυται και δημιουργεί ποτάμια αίματος, όλα αυτά, είναι η θεμελιακή αμφισβήτηση που φέρνει ο Μανσέτ στο μέχρι τότε βαλτωμένο στη φόρμα του Τσάντλερ και του Χάμετ αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το “Νεκροτομείο πλήρες” συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κώστα Καλφόπουλου στο οποίο κάνει ένα πορτραίτο του συγγραφέα. Επίσης στο επίμετρο υπάρχουν σημειώσεις του ίδιου του Μανσέτ για το αστυνομικό μυθιστόρημα και χρήσιμες κρίσεις και συνεντεύξεις για το έργο του.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!