Το τελευταίο βιβλίο του πρόωρα χαμένου Philip Kerr είναι φόρος τιμής στη θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αν και τελευταίο από τη σειρά του Μπέρνι Γκούντερ (εκδόθηκε το 2019, ένα χρόνο μετά το θάνατό του), διαδραματίζεται πρώτο στη χρονολογική σειρά των περιπετειών του Βερολινέζου ντετέκτιβ. Το 1928 η Γερμανία ζει την άνοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης που για κάποιους είναι κατάπτωση και παρακμή.

Με την ύστερη ιστορική γνώση, η δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι συνώνυμη με την επώαση του ναζισμού. Ωστόσο της χρωστάμε περισσότερα από όσα μπορούμε να φανταστούμε. Το ίδιο το φιλμ νουάρ οφείλει μεγάλο μέρος από το γενετικό του υλικό στον γερμανικό εξπρεσιονισμό που ανθεί στα τέλη της δεκαετίας του 20 και στις αρχές του 30. Αλλά όχι μόνο: Από το Μπαουχάους στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και στο σχέδιο, μέχρι τη Σχολή της Φραγκφούρτης στη φιλοσοφία και στην ιστορία, και από τις ριζοσπαστικές θεατρικές πρωτοβουλίες, τον Μπρεχτ και τον Ρίλκε, μέχρι την έκρηξη των ελευθερίων ηθών, η περίοδος της Βαϊμάρης αφήνει ένα νοσταλγικό αποτύπωμα που στριμώχνεται όμως ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της συνθήκης των Βερσαλλιών και της ανόδου του χιτλερισμού.

Νοσταλγικό αποτύπωμα, που υιοθετεί ο Philip Kerr, αλλά και ο (ομοϊδεάτης) ήρωάς του. Ο Μπέρνι Γκούντερ, σοσιαλδημοκράτης γαρ,  υπερασπίζεται τη δημοκρατία ενάντια στην αντιδραστική δεξιά και τους ναζί. Δημοκρατία που στήθηκε όμως πάνω στα πτώματα των Σπαρτακιστών. Δημοκρατία ανεκτική προς τους Εβραίους, την ομοφυλοφιλία και τις κοινωνικές ελευθερίες, δημοκρατία της σοσιαλδημοκρατίας η οποία, λίγα χρόνια νωρίτερα, έστελνε τα Φράικορπς να ματώσουν το εξεγερμένο Βερολίνο.

Τι περίεργο αλήθεια, όταν χτυπάς το ένα άκρο, να αναπτύσσεται το άλλο!

Και όταν το άλλο (ο ναζισμός) αποδεικνύεται η μεγαλύτερη τερατογέννεση του εικοστού αιώνα να καλλιεργείται τόσο μα τόσο βολικά και απενοχοποιητικά η θεωρία των δύο άκρων, όπου ο ναζισμός και ο κομμουνισμός εξισώνονται αναδρομικά, ως τα δύο κακά, που ανάμεσά τους έπρεπε να ισορροπήσει η καημένη και τόσο αδικημένη δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Το Βερολίνο του 1928 παρουσιάζεται ως το πεδίο της γερμανικής ήττας και της βερολινέζικης παρακμής, στην πραγματικότητα όμως είναι ο χώρος όπου η ήττα της κομμουνιστικής απειλής φέρνει την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή είναι η δημοκρατία της Βαϊμάρης, η ανάπηρη δημοκρατία σύμφωνα με τον Βίνκλερ, η δημοκρατία που εφευρίσκει εσωτερικό εχθρό για την ήττα του 1918, στους κομμουνιστές και στους Εβραίους. Δουλειά της δημοκρατίας ήταν οι πρώτοι, δουλειά των ναζί ήταν οι δεύτεροι.

Ωστόσο το σκηνικό μιας καλής αστυνομικής ιστορίας χρειάζεται απλουστεύσεις και αυτές τις κάνει ο Kerr χωρίς φειδώ. Η Γερμανία του μεσοπολέμου εμφανίζεται ως μοιραία και άβουλη, σχεδόν αυτοκαταστροφική, να παρακολουθεί ανήμπορη την ακροδεξιά να γιγαντώνεται, να πείθει ευρύτατες μάζες, να ετοιμάζεται να πάρει -πλειοψηφικά και όχι με πραξικόπημα- την εξουσία. Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και πολλοί εβραϊκής καταγωγής, έχουν καταλάβει τις υψηλές κυβερνητικές θέσεις, ακόμα και στα Σώματα Ασφαλείας (αστυνομία και πυροσβεστική), αλλά τρέμουν την ακροδεξιά αντίδραση και  γρήγορα μπροστά στη γιγάντωση του ναζιστικού κύματος.

Αυτό είναι το Βερολίνο της Μητρόπολης. Αδιάφορο, ανήμπορο, μηδενιστικό μπροστά στον όλεθρο που πλησιάζει, ακριβώς όπως το περιγράφει ο Ίσερμαν στον “Αποχαιρετισμό στο Βερολίνο” του 1939.

Τον τίτλο της τελευταίας ιστορίας του Μπέρνι Γκούντερ, ο Philip Kerr το δανείζεται εμφανώς από την ομώνυμη ταινία του Φριτζ Λανγκ, του οποίου η γυναίκα συναντιέται μάλιστα με τον Γκούντερ για να δανειστεί ιστορίες από το Εγκληματολογικό του Βερολίνου και να εμπνευστεί σενάρια. Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπαινίσσονται μάλιστα ότι το “Μ” του 1931, το πρόωρο φιλμ νουάρ του Φριτζ Λανγκ και πρωτοπόρο έργο του αστυνομικού θρίλερ, αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της υπόθεσης που ερευνά ο Γκούντερ.

Ο τριαντάχρονος (το 1928) ντετέκτιβ Γκούντερ, αποσπάται στις Ανθρωποκτονίες από τον αρχηγό της αστυνομίας Μπέρνχαρντ Βάις, Εβραίο, σοσιαλδημοκράτη και μόνιμο στόχο του Γκαίμπελς. Στο Εγκληματολογικό δεσπόζει η επιβλητική μορφή του Ερνστ Γκένατ, του “Βούδα” της βερολινέζικης αστυνομίας, αστυνόμου που καθιερώνει την επιστημονική μέθοδο στη διαλεύκανση εγκλημάτων. Τα εγκλήματα αφορούν πόρνες, περιστασιακές ή μόνιμες, αρσενικές ή θηλυκές, οι οποίες αφθονούν στο Βερολίνο της υψηλής ανεργίας και των ελευθερίων ηθών.

Ο δολοφόνος παίρνει το σκαλπ των θυμάτων του, αλλά ξαφνικά, σταματά. Τα εγκλήματα πλέον αφορούν ανάπηρους πολέμου, βετεράνους του Α Παγκοσμίου Πολέμου, με κομμένα πόδια και χέρια, που ζητιανεύουν σε πρόχειρα και κακοφτιαγμένα ξύλινα καροτσάκια. Ο νέος δολοφόνος των παλιών στρατιωτών θέλει να ξεπλύνει την ντροπή της ήττας που αντικρίζουν κάθε μέρα οι Γερμανοί: Οι ανάπηροι είναι εικόνα της ατιμωτικής ειρήνης των Βερσαλλιών.

Με έναν τρόπο και οι δύο ομάδες – στόχοι των δολοφόνων είναι πολιτικοί: Οι πόρνες συμβολίζουν την κατάπτωση των αυστηρών πρωσικών αρχών. Οι ανάπηροι συμβολίζουν την ήττα της Γερμανίας στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εξολόθρευσή τους είναι πολιτική δήλωση.

Ή μπορεί και να είναι απλώς σκοπιμότητα ενός αρρωστημένου δολοφόνου που κρύβει το ένα έγκλημα διαπράττοντας ένα άλλο.

Ο Γκούντερ αντιλαμβάνεται τη σύνδεση ανάμεσα στις δύο κατξγορίες εγκλημάτων και διαλέγει σύμμαχο από τα υπόγεια του Βερολίνου. Πρόκειται για τη Σπείρα της Μέσης Γερμανίας, την ένωση των συνδικάτων εγκλήματος που διοικούν την υπόγεια πόλη. Πορνεία, νυχτερινή διασκέδαση, ναρκωτικά, και καθε λογής έγκλημα, είναι στη δικαιοδοσία τους. Πρόσωπο κλειδί, ο πατέρας μιας από τις πόρνες που θα δολοφονηθούν, ένας από τους επικεφαλής του εγκληματικού συνδικάτου.

Ο Philip Kerr κάνει ένα ευθύ πολιτικό και ιστορικό σχόλιο για την απόπειρα του ναζισμού να “ξεβρωμίσει” τη Γερμανία, απόπειρα με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα, που όμως ακόμα και σήμερα στην τρίτη πλέον δεκαετία του 21ου αιώνα δεν αρκούν να μας διδάξουν. Όπως άλλωστε μας υπενθυμίζει ο Γκούντερ το αγαπημένο του απόφθεγμα είναι η ρήση του Χέγκελ: “Αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτα δεν διδασκόμαστε από την ιστορία”.

Το τελευταίο βιβλίο του Μπέρνι Γκούντερ είναι ένα από τα καλύτερά του. Δεν χάνεται σε υπερβολικές φιλοδοξίες, δεν κάνει περιττές παρακάμψεις, αποτυπώνει έξοχα το Βερολίνο του Μεσοπολέμου, πάντα με την οπτική ενός προοδευτικού -τόσο όσο- υπερασπιστή της ανάπηρης δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Συνεχίζει την καλή παράδοση των αστυνομικών ιστοριών που βρίσκουν το καλύτερο δυνατό σκοτεινό σκηνικό στη Γερμανία του μεσοπολέμου.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *