Θέμα του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν είναι ο φόνος αλλά η αποκατάσταση της τάξης.
P.D. James

Δεν ξέρω αν θα προκύψει μυθιστόρημα μέσα από τα κελιά όπου εκτίουν την ποινή τους τα μέλη της «17 Νοέμβρη» -όσο κι αν βάσιμη είναι η υπόνοια πως κανείς τους δεν διατηρεί σχέση αγαθή με το γράψιμο (η υφολογική ανάλυση των προκηρύξεων θα μας έλεγε πολλά). Σ’ όλο τον κόσμο ωστόσο (ιδιαίτερα όμως στη Γαλλία και την Ιταλία) οι ιδεολογικοί τους όμαιμοι έχουν από χρόνια βρει στο πεδίο του αστυνομικού μυθιστορήματος ένα πρώτης τάξεως μέσο αντιπαράθεσης με την κοινωνία, τους θεσμούς, τις εξουσιαστικές δομές.

Όπως διαβάζουμε στη «Liberation» της 11ης Μαρτίου, στο μακρύ κατάλογο των «noir» συγγραφέων προεξάρχουσα θέση καταλαμβάνουν πρώην τροτσκιστές, αναρχικοί, μαοϊκοί, καταστασιακοί, αναρχοσυνδικαλιστές, αριστεριστές κάθε λογής. Όχι πως αποστρέφονται το «blanc» μυθιστόρημα -αρκεί να θυμηθούμε τον Olivier Rollin, πρώην αγωνιστή της ομάδας «Gauche proletarienne», τον Erri de Luca (παλιό μέλος της «Lotta continua»), τον Nanni Balestrini της «Potere Operaio»-, όμως στο αστυνομικό φαίνεται να τα καταφέρνουν καλύτερα.

Ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς για να είναι εξαντλητικός: οι Γάλλοι Gerard Delteil («Lutte ouvriere»), Serge Quadruppani et Jean-Bernard Pouy (αναρχικοί), Frederic Η. Fajardie («Gauche proletarienne»), Jean-Francois Vilar («Ligue communiste revolutionnaire»), Dominique Manotti (αναρχοσυνδικαλίστρια), Jean-Pierre Bastid («Secours rouge»), οι Ιταλοί Pino Cacucci (αναρχικός), Loriano Macchiavelli (εξωκοινοβουλευτική αριστερά), Valerio Evangelisti, Luigi Bernardi («Potere operaio»), οι Γερμανοί Horst Bosetzky, (ο επονομαζόμενος Ky, ηγέτης του «Soziokrimi» της δεκαετίας του ’70), Jurgen Alberts και Horst Eckert (Πράσινοι και Εναλλακτικοί), το περίφημο ζευγάρι των Σουηδών μαρξιστών Maj Sjowall και Wahloo, οι Ισπανοί Manuel V―zquez Montalban, Juan Madrid, Andreu Martin, οι Λατινοαμερικανοί Rolo Diez (Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα της Αργεντινής), Paco Taibo ΙΙ (μαχόμενος συνδικαλιστής στο Μεξικό) ο Daniel Chavarria (Κολομβιανός αντάρτης).

Όσο για εκείνους που χρειάζονται θεωρητική θεμελίωση του φαινομένου, ιδού: το λογοτεχνικό περιοδικό «Carmilla», που διευθύνει στην Μπολόνια ο Valerio Evangelisti, πρώην μέλος της «Avanguardia operaia» και νυν συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας και ειδικός στο αστυνομικό, αφιερώνει το επόμενο τεύχος του στη «λογοτεχνία του είδους ως κουλτούρα αντίστασης» και αναρωτιέται: «Πώς να μιλήσεις για την εμπειρία και το φαντασιακό της δεκαετίας του ’70 και του ’80 και όχι μόνο για τον ένοπλο αγώνα;».

Φυσικά, υπήρξαν οι πρόδρομοι -κι αυτούς είχαμε την ευκαιρία να τους διαβάσουμε και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Αγρα», «Πόλις», «Στάχυ», «Καστανιώτης». Και ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995) και ο Ζαν-Κλοντ Ιζό (1945-2000) υπήρξαν αριστεροί, με έντονη πολιτική δραστηριότητα: ο πρώτος εισάγει τους προβληματισμούς του Μάη του ’68 στο έργο του, ο δεύτερος καταπιάνεται με το καυτό θέμα του ρατσισμού και του εθνικισμού στη Νότια Γαλλία.

Τα πρώτα μυθιστορήματα του Μανσέτ, αυτού του «αθεράπευτα αριστερού διανοούμενου», όπως είχε αυτοχαρακτηριστεί ο ίδιος, που θεωρεί ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος «της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», ανατάραξαν, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα ήρεμα ως τότε νερά του αστυνομικού μυθιστορήματος, λειτουργώντας σαν μια επιβεβαίωση ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας δεσμός ανάμεσα στην πολιτική στράτευση και την επιθυμία της γραφής και ότι το νουάρ, για δεκαετίες σχεδόν αποκλειστικότητα του Dashiell Hammett και των Αμερικανών επιγόνων του, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην Ευρώπη ως εργαλείο κοινωνικής κριτικής, ως μέσο πολιτικής.

Ο Loriano Macchiavelli, που πέρασε από το θέατρο στο αστυνομικό μυθιστόρημα το 1974, θεωρεί ότι είναι το είδος «που μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα από το καθένα στην ανάλυση της κοινωνίας», ο Valerio Evangelisti βλέπει στην άνθησή του την έκφραση της δυσφορίας των αναγνωστών μπροστά σε μιαν Ιταλία «στερημένη από ταυτότητα, από κοινές αξίες, από ελπίδα αλλαγής», ο Pino Cacucci εξηγεί ότι άρχισε να γράφει «στην αρχή της δεκαετίας του ’80, όταν το “Κίνημα” άρχισε να σβήνει• στην εποχή των αυτοκτονιών, της ερωτοτροπίας με την ηρωίνη, της αποθάρρυνσης και της παράλυσης, όταν το να γράφεις ήταν συνώνυμο με το να αναδιπλώνεσαι στον εαυτό σου, μέσα σε έναν κόσμο που είχε τρελαθεί».

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, πάντως, όπως σημειώνει η Nathalie Lavisalles στη «Liberation», κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, σήμερα τουλάχιστον, για μια μεταφορά της γραφής ως όπλου ενάντια στην κοινωνία, κανείς δεν ονειρεύεται να τραβήξει τη σκανδάλη, έστω και με τις λέξεις. Ισως γιατί όλοι αρνούνται σήμερα την ένοπλη πάλη, όπως εξηγεί η Dominique Manotti, που συνειδητοποιήθηκε πολιτικά στον πόλεμο της Αλγερίας, το 1961. «Πάντοτε ήμουν συνδεδεμένη με ένα συλλογικό όραμα των πραγμάτων», λέει. «Ποτέ δεν έθεσα ζήτημα ένοπλου αγώνα, ίσως γιατί ήμουν γυναίκα, ίσως γιατί απεχθανόμουν τη μαοϊκή αντίληψη “είμαστε δυο, είμαστε οργισμένοι, μπορούμε να σκοτώσουμε όποιον θέλουμε”».

Όσο για τα χαρακτηριστικά της «νουάρ» λογοτεχνίας που προέρχεται από πρώην επαναστάτες, αυτά δεν εμφανίζουν πολλά κοινά, ούτε καν μοιράζονται θεματικούς προσανατολισμούς: από την αντίσταση και τους παρτιζάνους ώς τα ναρκωτικά, τη διαφθορά, την ανεργία, όλα έχουν τη θέση τους.

Ωστόσο, η κρίσιμη εικοσαετία ’60-’70 δεν αγγίζεται, παρά μόνον ακροθιγώς. Στον πρόλογο ενός από τα βιβλία τού Τσέζαρε Μπατίστι, (που επί είκοσι και πλέον χρόνια ζει σε καθεστώς πολιτικού ασύλου στη Γαλλία, μετά την ερήμην καταδίκη του από τα ιταλικά δικαστήρια για συμμετοχή σε ένοπλες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών στόχων τη δεκαετία του ’70, αλλά κινδυνεύει να εκδοθεί εντός των ημερών στην Ιταλία και φυσικά να σαπίσει στη φυλακή), ο Εβαντζελίστι γράφει πως είναι «πολύ δύσκολο να ανακαλέσει κανείς την ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων και να κατανοήσει γιατί η προοπτική του ένοπλου αγώνα γοήτευε τόσο τους εφήβους».

Όμως, μολονότι τα μυθιστορήματα των πρώην αριστεριστών δεν αποτυπώνουν ευθέως την πολιτική εμπειρία των συγγραφέων τους, το πολιτικό και το κοινωνικό στοιχείο είναι παρόντα -μια διαπίστωση που θα ωθήσει δύο Γερμανούς πανεπιστημιακούς, τους Elfriede Muller και Alexander Ruoff, να αποτολμήσουν τον ορισμό του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος ως «προλεταριακής εκδοχής της κριτικής θεωρίας» και να παρατηρήσουν ότι το βασικό του θέμα, «η συλλογική μνήμη και μια συγκεκριμένη πολιτική πρακτική της Αριστεράς», «το φέρνει πολύ κοντά στη φιλοσοφία της σχολής της Φραγκφούρτης». Υπερβολή; Προφανώς. Κι όμως, δεν θα μπορούσε ν’ αρνηθεί κανείς ότι πίσω από την πρόδηλη οργή αυτών των «polars» υπάρχει ένα στοιχείο τραγικότητας. Για τον Sandro Toni, αιτία είναι η εμπειρία του Μάη του ’68 και της δεκαετίας του ’70. «Τότε αγγίξαμε την πιθανότητα να αλλάξουμε την κοινωνία», λέει. Θεωρούσαμε ότι ο Μάο είχε δίκιο, ότι ο καπιταλισμός ήταν μια χάρτινη τίγρη, ότι θα αποκτούσαμε επιτέλους μια δίκαιη κοινωνία, μια υπέροχη λογοτεχνία, μια θαυμάσια τέχνη και τη φαντασία στην εξουσία». Και η Ντομινίκ Μανότι συμπληρώνει: «Ενοποιητικό στοιχείο εκείνης της γενιάς ήταν η πίστη. Όσο αδιανόητο και αν φαίνεται σήμερα, πιστεύαμε πραγματικά ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο. Το Μάη του ’68, όταν η “Ρενό” κατέβηκε σε απεργία, όλοι μας είπαμε: “Λοιπόν, είναι αλήθεια, μπορεί να συμβεί”».

Και οι νεότεροι; Μερικοί εγγράφονται στην παράδοση του «αριστερίστικου παρελθόντος» (Gilles Verdet, Pascal Dessaint), άλλοι όμως εξερευνούν μια φλέβα εντελώς διαφορετική, που χαρακτηρίζεται από τη μείξη των ειδών: επιστημονική φαντασία, ιστορικό, αστυνομικό και κατασκοπικό μυθιστόρημα.

Οι πιο αντιπροσωπευτικοί -και ίσως πιο δημοφιλείς- αυτής της σχολής είναι τα μέλη της ομάδας «Wu Ming», μιας συγγραφικής κολεκτίβας που εμφανίστηκε υπό το όνομα Luther Blisset, υπογράφοντας το «παγκόσμιο επικό μυθιστόρημα» «Ο εκκλησιαστής», και το σενάριο της ταινίας «Lavorare con lentezza» του Guido Chiesa, πάνω στο «Κίνημα του 1977» της Μπολόνια. Πολιτικά δηλώνουν ότι ανήκουν στην «αντικουλτούρα και τους ελευθέριους της Αριστεράς», ότι «ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα παρακλάδια του», ότι οι «τρομοκράτες της δεκαετίας του ’70 κατέληξαν σε αδιέξοδο», ότι μάχονται την παγκοσμιοποίηση, ότι συμπαρατάσσονται με την αυτοδιάθεση και τα αντεξουσιαστικά δίκτυα του Internet. Και φυσικά, ότι διαφοροποιούνται ριζικά από την προηγούμενη γενιά: «Εμείς δεν βασανιζόμαστε από χαμένες ελπίδες. Γι’ αυτό και δεν εντασσόμαστε στο “νουάρ”, σε μια λογοτεχνία εσωτερικευμένης και ορθολογικοποιημένης ήττας, μια λογοτεχνία ζοφερή, χωρίς φως».

Πηγή: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 26/03/2004

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *