O Dennis Lehane γράφει ένα μεγάλο μυθιστόρημα για αυτά που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Αμερική. Το σιδερένιο χέρι του νόμου και της τάξης, την πάταξη των μπολσεβίκων και των αναρχικών, τους μετανάστες από τη γηραιά Ήπειρο, τη φυλετική καταπίεση, το αμερικανικό όνειρο. Πλέκει αυτές τις πολλαπλές αναφορές γύρω από ένα σημαδιακό γεγονός: Την απεργία της Αστυνομίας της Βοστώνης το 1919.

Ο ίδιος ο Lehane μιλώντας για την απεργία αναφέρει: «Η απεργία άλλαξε τα πάντα. Είχε μεγάλη επίδραση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, έδωσε αφορμές για την Ποτοαπαγόρευση και ο Calvin Coolidge (κυβερνήτης της Μασαχουσέτης) αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα υποσχόμενος να τσακίσει τα συνδικάτα. Όλα αυτά συνδέονται με το τι γίνεται σήμερα».

Ο Dennis Lehane γράφει για τη Βοστώνη του ‘20 όπως ο George Pelecanos γράφει για την Ουάσινγκτον του ’60 και ο James Ellroy για το Λος Άντζελες του ‘40. Περισσεύει η αγάπη και η νοσταλγία για μια εποχή που κινείται στα δυσδιάκριτα όρια μύθου και ιστορίας.

Είμαστε στον πρώτο χρόνο μετά τη λήξη του Πολέμου. Οι βετεράνοι επιστρέφουν και οι λαϊκές συνοικίες της Βοστόνης βουλιάζουν στη φτώχεια, τις αρρώστιες και την ανέχεια. Ο αστυφύλακας Ντάνι Κόφλιν, γιος του αστυνόμου Τόμας Κόφλιν, ισχυρού παράγοντα της ιρλανδικής κοινωνίας, είναι ένα ανερχόμενο αστέρι. Οργανώνεται στη συνδικαλιστική ομάδα των αστυνομικών που αναζητά συνδικαλιστική έκφραση. Αν και οπαδός του δόγματος “to serve and protect” δεν μπορεί να αποφύγει τη δικαιολογημένη διαμαρτυρία των (κατά πλειοψηφία) Ιρλανδών μπάτσων για τους μισθούς πείνας και τις απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής και εργασίας.

«Είκοσι εννιά σεντς την ώρα για εβδομήντα τρεις ώρες εργασίας την εβδομάδα. Χωρίς δικαίωμα για υπερωρίες. Και αυτό ίσχυε για τους αστυφύλακες που περιπολούσαν τη μέρα, όπως ο Ντάνι και ο Στιβ Κόιλ, που είχαν την προνομιακή βάρδια. Οι καημένοι οι νυχτερινοί πληρώνονταν είκοσι πέντε σεντς την ώρα και δούλευαν ογδόντα τρεις ώρες την εβδομάδα. Ο Ντάνι θα το έβρισκε εξοργιστικό αν δεν ήταν μέρος μιας αλήθειας που την είχε αποδεχτεί από τη μέρα που περπάτησε: το σύστημα γαμούσε τον εργαζόμενο. Η μόνη ρεαλιστική απόφαση που έπρεπε να πάρει κάθε άνρωπος ήταν αν θα πήγαινε κόντρα στο σύστημα και θα πεινούσε, ή θα έπαιζε μαζί του με όσο σθένος χρειαζόταν ώστε καμιά από τις ανισότητες να μην ισχύει για εκείνον».

Ο Λούθερ Λόρενς αγαπά το μπέιζμπολ. Μετακομίζει μαζί με την κοπέλα του στην Τάλσα της Οκλαχόμα. Εκεί, το πετρέλαιο εξασφαλίζει καλούς μισθούς, άνετο σπίτι και αυτοκίνητο. Ακόμα και για τη μαύρη κοινότητα. Ο Λούθερ δουλεύει σε ξενοδοχείο και ταυτόχρονα κάνει θελήματα για έναν μπούκερ. Οι περιστάσεις θα το φέρουν έτσι ώστε να δολοφονήσει τον ντόπιο γκάνγκστερ και να βρεθεί κυνηγημένος. Παρατά την έγκυο γυναίκα του και καταφεύγει στη Βοστώνη. Πιάνει δουλειά στο σπίτι του πατέρα του Ντάνι Κόφλιν, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει για έναν επιφανή μαύρο της NAACP.

Ο Ντάνι για να εξασφαλίσει το σήμα του αστυνόμου αποφασίζει να δουλέψει μυστικός στις ανατρεπτικές οργανώσεις των αναρχικών και των μπολσεβίκων. Κι όσο κι αν το προσπαθεί δεν μπορεί να μην συμφωνήσει μαζί τους. Μεθυσμένος μια μέρα, στο εξομολογητήριο της καθολικής εκκλησίας παραδέχεται:

«Υπάρχει ένα τεράστιο βαρέλι γεμάτο σκατά. Με καταλαβαίνεις; Και μέσα στο βαρέλι … δεν ζει η άρχουσα τάξη και οι έχοντες. Σωστά; Εκεί μέσα πετάνε όλες τις γαμημένες συνέπειες που δεν θέλουν να σκέφτονται… Και η ιδέα είναι ότι πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι τους και να εξαφανιζόμαστε όταν τελειώνουν με εμάς. Να δεχόμαστε αυτά που μας δίνουν, να τα τρώμε, να τα χειροκροτούμε και να λέμε “μμμ, κι άλλο παρακαλώ”… Εκατομμύρια σκοτώθηκαν στη Γαλλία και στη Γερμανία χωρίς λόγο και τώρα προσπαθούν να μας πουλήσουν και άλλες τέτοιες μαλακίες κι εγώ πάτερ, πρέπει να σου πω, δεν αντέχω άλλο».

Βήμα το βήμα, οι αστυφύλακες της Βοστόνης οδηγούνται σε σύγκρουση με τον Αρχηγό τους και τις Αρχές. Και ο Ντάνι πρωτοστατεί σε αυτή τη σύγκρουση. Η απεργία των αστυνομικών, φως φανάρι, θα πυροδοτήσει ταραχές και λεηλασίες. Τα παντός είδους ανατρεπτικά στοιχεία, από τους ηπιότερους κομμουνιστές μέχρι τους πολεμοχαρείς βομβιστές θα θελήσουν να την εκμεταλλευτούν. Και οι ταραχές δεν θα αφορούν μια καθαρή σύγκρουση ανάμεσα στο λαό και στο κράτος.

Για τον Ντάνι είναι καθαρό: «Οι φτωχοί πολεμούσαν εναντίον των φτωχών. Όπως έκαναν πάντα. Όπως τους προέτρεπαν να κάνουν».

Από τη συγκεκριμένη απεργία, υπάρχουν οι σίγουροι ωφελημένοι: «Οι μεγάλες επιχειρήσεις θα κερδίσουν. Θα χρησιμοποιήσουν την απεργία σαν μοχλό για να γαμήσουν τους οργανωμένους εργάτες, τους Ιρλανδούς, τους δημοκράτες, να γαμήσουν οποιονδήποτε σκεφτεί έστω να ζητήσει ένα δίκαιο μεροκάματο σε αυτή τη χώρα. Αν τους αφήσεις να κάνουν αυτό που θα κάνουν, θα στείλεις την εργατική τάξη τριάντα χρόνια πίσω».

Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Με την προκλητική τακτική του Αρχηγού της Αστυνομίας, η Αστυνομία της Βοστόνης κατεβαίνει σε απεργία. Οι ταραχές ξεκινούν και η Βοστόνη, η όμορφη Βοστόνη, η «Αθήνα της Αμερικής» καίγεται. Η κατακραυγή για τις λεηλασίες θα είναι το απαραίτητο υπόστρωμα για την αιματηρή κατασταλτική επέμβαση της εθνοφυλακής.

Ο Dennis Lehane γράφει ένα μεγάλο μυθιστόρημα για την αγαπημένη του πόλη, με το δεύτερο βιβλίο της σειράς έχει ήδη εκδοθεί (Live by Night). Δεν είναι ακριβώς αστυνομικό μυθιστόρημα μια και η πλοκή δεν αφορά το μικροεπίπεδο ενός εγκλήματος. Περισσότερο πρόκειται για πολιτικό – ιστορικό με έντονο το νουάρ στοιχείο. Στα χνάρια του Pelecanos, με σημαντικά βιβλία και εξαιρετικά σενάρια, ο Lehane ξετυλίγει τους όρους συγκρότησης της σύγχρονης Αμερικανικής κοινωνίας με τρόπο καθηλωτικό.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *